χονδήν

χονδήν
Α
επίρρ. σε περιεκτικότητα («φιδάκνας ἀμφορέων χονδήν», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από την αιτ. ενός αμάρτυρου θηλ. *χονδή, από την ετεροιωμένη βαθμίδα τής ρίζας τού ρ. χανδάνω (για τη μορφή τής ρίζας βλ. λ. χανδάνω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”